Κυριακή 27 Νοεμβρίου 2016

Λίμερικ ή Ληρολογήματα


Λίμερικ ονομάζεται ένα είδος ποίησης, με χαρακτηριστικό, σύντομο, χιουμοριστικό περιεχόμενο μιας στροφής πέντε στίχων. Συνήθως ομοιοκαταληκτούν ο πρώτος, ο δεύτερος και ο πέμπτος στίχος και ο τρίτος με τον τέταρτο. Τα ποιήματα του είδους λίμερικ διηγούνται μια σύντομη ιστορία και καταλήγουν σε ένα αστείο. Δεν στοχεύουν σε κάποιο συγκεκριμένο νόημα ή μήνυμα αλλά στη ψυχαγωγία του αναγνώστη και στο ευχάριστο παιχνίδι με τις λέξεις. Στην Ελλάδα ο πρώτος που ασχολήθηκε με τα λίμερικ ήταν ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης.




Για να δούμε πώς φτιάχνονται . Ποια είναι δηλαδή η δομή τους .

Α. Ο πρώτος στίχος μας παρουσιάζει ποιος είναι ο ήρωας της ποιητικής μας ιστορίας :


Ήτανε μια κοπέλα στην Προύσα

Β. Στο δεύτερο στίχο αποκαλύπτουμε μια συνήθεια, ιδιότητα του ήρωά μας ή μια αστεία παραξενιά του :


μισή μελαχρινή και μισή ρούσα


Γ. Στον τρίτο και στον τέταρτο στίχο έχουμε τις ενέργειες του ήρωά μας ή τις αντιδράσεις του περιβάλλοντός του. Μια σύντομη διασκεδαστική πλοκή για το ποίημα μας :


Με χρωματιστές κορδέλες

είχε δέσει τριάντα βδέλες

Δ. Στο τελευταίο στίχο κλείνουμε με την ιστορία μας, συνήθως με μια παραλλαγή του πρώτου στίχου και προσπαθούμε να υπάρχει ομοιοκαταληξία :


και τις έβοσκε τριγύρω στην Προύσα 



Για δείτε λίμερικ της Λιάνας Αρανίτου :



Ήταν μια γριά από το Μπαλί

που έπαιζε ανάποδα βιολί

καθισμένη σε χαλί μαγικό

έδινε συναυλίες στο γαλλικό ουρανό

η ορχηστρόφιλη αυτή γριά από το Μπαλί




Ένας σκαντζόχοιρος χοντρός που έμενε στα Σπάτα

Έτρωγε μόνο αυγά βραστά και τα ήθελε μελάτα

έπινε όμως τα αυγά σαν να ήταν νεράκι

και από τα πολλά του τα κιλά έγινε γουρουνάκι

ο λαιμαργοσκαντζόχοιρος που έμενε στα Σπάτα



Μια οδοντόβουρτσα σκληρή μέσα στο ποτηράκι,

τα δόντια του αφέντη της βαρέθηκε λιγάκι.

Σ' ένα σκουλήκι των δοντιών τηλεφωνεί και λέει:

«Τα δόντια σάπισέ του τα ώστε να μη με θέλει!»

Η ΔΟΛΙΟΤΡΙΧΗ οδοντόβουρτσα από το ποτηράκι.



Ο Γιώργος Σεφέρης

Λίμερικ του Γιώργου Σεφέρη


Ήτανε μια κοπέλα απ’ το Καλαμάκι

που ψάρευε αχινιούς με το καμάκι.

Μα ξάφνου ένα γουρούνι

της μπήκε στο ρουθούνι

και πνίγηκε η κοπέλα απ’ το Καλαμάκι




Ήτανε μια γριά απ’ το Λασίθι

που μια Λαμπρή κατάπιε ένα ρεβίθι.

Όταν είπε: «Θέλω κι άλλο!»

έγινε κακό μεγάλο

και χάθηκε η γριά με το ρεβίθι.



Ήτανε μια κοπέλα απ’ τον Πόρο

που έτρεχε να προφτάξει το βαπόρο.

Μα μπρος στο Γαλατά

δεν είχε πια λεφτά

και γύρισε πίσω στον Πόρο.


Είχαν στο Κάιρο κάποιο παπαδάκι

που έφαγε στη λοκάντα ένα παϊδάκι.

Και σαν το ρώτησαν: «Πού πάει»

αποκρίθη: «Το ’χω φάει

υπέρ πάτρης, δε σας δίνω ούτε γροσάκι!»

Πάμε να δοκιμάσουμε και εμείς